καθωσιωμένα

καθωσιωμένα
καθοσιόομαι
perf part mp neut nom/voc/acc pl
καθωσιωμένᾱ , καθοσιόομαι
perf part mp fem nom/voc/acc dual
καθωσιωμένᾱ , καθοσιόομαι
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • καθωσιωμέναι — καθοσιόομαι perf part mp fem nom/voc pl καθωσιωμένᾱͅ , καθοσιόομαι perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”